- υποχλωριώδης
- -ες, Νφρ. α) «υποχλωριώδες οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση, στην οποία το χλώριο βρίσκεται με αριθμό οξείδωσης + 1, που είναι εξαιρετικά ασταθές μονοβασικό οξύ το οποίο απαντά μόνο με τη μορφή αραιών υδατικών διαλυμάτων, διασπώμενο προς υδροχλωρικό οξύ και οξυγόνοβ) «υποχλωριώδη άλατα»χημ. τα άλατα τού υποχλωριώδους οξέος, από τα οποία σημαντικότερα είναι το υποχλωριώδες νάτριο, γνωστό με τη μορφή τών υδατικών διαλυμάτων του ως χλωρίνη, το υποχλωριώδες κάλιο και η χλωράσβεστος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. (acide) hypochloreux. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.